- ἐνηλίκους
- ἐνήλικοςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
παιδική λογοτεχνία — Aκόμα και ο ορισμός υπήρξε, στις αρχές του 20ού αι., το κέντρο οξύτατης πολεμικής. Θεωρητικά, δεν μπορεί να διακρίνει κάποιος με ακρίβεια την παιδική λογοτεχνία από τη λογοτεχνία για ενηλίκους, αν και υπάρχουν βέβαια ορισμένα βιβλία που… … Dictionary of Greek
Зеи, Алки — Алки Зеи греч. Άλκη Ζέη, Афины 1925) современная греческая детская писательница. Биография Алки Зеи родилась в Афинах в 1925 году. Её отец был родом с острова Крит, мать родом с острова Самос.Зеи прожила свои детские годы на… … Википедия
ανεμοβλογιά — Λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με μεγάλη ευκολία από τον πάσχοντα μέσω των σταγονιδίων που βγαίνουν από το στόμα του και η οποία οφείλεται σε ιό. Ο ίδιος ιός προκαλεί και τον έρπητα ζωστήρα, με τη διαφορά ότι η α. εμφανίζεται συνήθως στην παιδική … Dictionary of Greek
αποκατάσταση — Η επάνοδος στην αρχική θέση ή κατάσταση που βρισκόταν κανείς πρώτα. Χρησιμοποιείται επίσης και με την έννοια της ανάρρωσης. (Αρχαιολ.) Στην τέχνη, ονομάζεται α. η εργασία για την αναστήλωση αρχαίων οικοδομημάτων, για τη συμπλήρωση έργων γλυπτικής … Dictionary of Greek
βουβωνοκήλη — Η προώθηση των σπλάγχνων στον βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή οφείλεται στην αύξηση της ενδοκοιλιακής πίεσης, που μπορεί να προέλθει από ανύψωση βάρους, δυσκοιλιότητα, έντονο και συνεχή βήχα κ.ά., ή στη χαλάρωση των κοιλιακών τοιχωμάτων. Όταν… … Dictionary of Greek
δερματομυοσίτιδα — Βαρύτατη και σπάνια πάθηση που χαρακτηρίζεται από ταυτόχρονη φλεγμονή του δέρματος και των μυών. Η φλεγμονή του δέρματος εκδηλώνεται συνήθως με οίδημα και ερύθημα γύρω από τα μάτια και στη ράχη των χεριών, ενώ των μυών με πόνο και αδυναμία στους… … Dictionary of Greek
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
δυσπεψία — Γενικός όρος για τις διαταραχές της πέψης. Παρότι το δυσπεπτικό σύνδρομο συνοδεύει όλες τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος, o όρος δ. χρησιμοποιείται συνήθως για παθήσεις που οφείλονται σε λειτουργικές διαταραχές του στομάχου, του εντέρου ή των … Dictionary of Greek